επιδείχνω
Look at other dictionaries:
επιδείχνω — επίδειξα, επιδείχτηκα, μτβ. 1. υψώνω κάτι και το δείχνω, το εκθέτω σε θέα, το παρουσιάζω, το δείχνω: Ο έμπορος μας επίδειξε πολλά υφάσματα. 2. επιδιώκω να φανεί ότι έχω κάποια ιδιότητα ή προσόν είτε από ματαιοδοξία είτε για να προκαλέσω θαυμασμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)